απώτερος

απώτερος
α, ον более далёкий; дальний, отдалённый, удалённый;

απώτεροι συγγενείς — дальние родственники;

απώτερον παρελθόν (μέλλον) — далёкое прошлое (будущее);

εις απώτερον χρόνον — попозже;

απώτερος σκοπός — дальний прицел


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "απώτερος" в других словарях:

  • απώτερος — απώτερος, η, ο και απώτατος, η, ο (συγκρ. και υπερθ. που σχηματίστηκαν από το επίρρ. άπω = μακριά), μακρινότερος και ο πιο μακρινός: Απώτερος σκοπός του ήταν να γίνει συνέταιρός μου και απώτατος να με εκτοπίσει από την επιχείρηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπώτερος — farther off masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απώτερος — η, ο (AM ἀπώτερος, α, ον) [από] αυτός που βρίσκεται πιο μακριά συγκριτικά με κάποιον άλλο, ο πιο μακρινός νεοελλ. 1. ο χρονικά μακρινός («το απώτερο μέλλον») 2. «απώτεροι συγγενείς» οι μακρινοί συγγενείς 3. «απώτερος σκοπός» σκοπός, πρόθεση που… …   Dictionary of Greek

  • ἀπωτέρω — ἀπώτερος farther off masc/neut nom/voc/acc dual ἀπώτερος farther off masc/neut gen sg (doric aeolic) ἀπωτέρω farther off comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπωτέρων — ἀπώτερος farther off fem gen pl ἀπώτερος farther off masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπώτερον — ἀπώτερος farther off masc acc sg ἀπώτερος farther off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • αυριανός — και αυρινός, ή, ό (AM αὐρινός, ή, όν) αυτός που ανήκει στο αύριο, στην επόμενη μέρα νεοελλ. 1. μελλοντικός, απώτερος 2. το θηλ. ως ουσ. η αυριανή (ενν. ημέρα) αύριο …   Dictionary of Greek

  • αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… …   Dictionary of Greek

  • επιδίκαση — Κάθε διαδικασία που διενεργείται για τη διευθέτηση μιας διαφοράς. Η ε. πρέπει να εμπεριέχει το στοιχείο της απονομής δικαιοσύνης, ανεξάρτητα από τον ειδικότερο στόχο που μπορεί να έχει σε κάθε περίπτωση. Μπορεί επίσης να αποβλέπει στην επίλυση… …   Dictionary of Greek

  • στρατηγικός — ή, ό / στρατηγικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατηγός] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε στρατηγό (α. «στρατηγικό σχέδιο» β. «στρατηγικά έργα», Ξεν.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την πείρα και την ικανότητα τού στρατηγού, ο έμπειρος και ικανός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»